χοντράδι

χοντράδι
το, Ν
1. χοντρό απόξεσμα νημάτων ή ερίων, γνάφαλο
2. μικρός σκληρός όγκος σε μαλακό υλικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + κατάλ. -άδι (πρβλ. ασπρ-άδι, μαυρ-άδι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χοντράδι — το 1. χοντρό απόξεσμα νημάτων. 2. μικρός όγκος μαλακής ύλης, κόμπος: Ανακάτωσε τον τραχανά, γιατί θα γίνει χοντράδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …   Dictionary of Greek

  • χοντράδα — και χονδράδα, η, Ν 1. αγενής και ανάρμοστη συμπεριφορά, λόγος ή πράξη 2. χοντράδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός /χονδρός + κατάλ. –άόα (πρβλ. γυαλ άδα, κρυ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • χοντράδα — η 1. χοντροειδής συμπεριφορά, χωριατιά: Δεν την υποφέρω τη χοντράδα αυτού του ανθρώπου. 2. χοντράδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”